ἁλουργία

ἁλουργία
ἁλουργίᾱ , ἁλουργία
purple-dyeing
fem nom/voc/acc dual
ἁλουργίᾱ , ἁλουργία
purple-dyeing
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλουργία — ἁλουργία, η (Α) [ἁλουργής] 1. η βαφή με πορφυρό χρώμα 2. πορφυρό φόρεμα, αλουργίδα …   Dictionary of Greek

  • ἁλουργίας — ἁλουργίᾱς , ἁλουργία purple dyeing fem acc pl ἁλουργίᾱς , ἁλουργία purple dyeing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλουργής — ἁλουργής, ές και σπάνια ἁλουργός, όν και ἁλουρνοῦς, οῦν (Α) ο βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα, αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο χρώμα (και δεν απομιμείται το χρώμα τής πορφύρας) «στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «ἁλουργός χιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”